Δευτέρα 7 Δεκεμβρίου 2009

«Μύθοι και αλήθειες» για τα αναψυκτικά

Του δρ Γρηγόρη Ρίσβα, διαιτολόγου-διατροφολόγου, γενικού διευθυντή nutrimed.

Στο παρακάτω κείμενο, παρουσιάζονται κάποιοι προβληματισμοί σχετικά με την κατανάλωση των αεριούχων αναψυκτικών στην παιδική ηλικία και η αλήθεια για τα αυτά.


«Αναψυκτικά και παιδιά»: μια σχέση αγάπης και μίσους, εφόσον τα παιδιά ζητάνε συχνά το αγαπημένο τους αναψυκτικό, ενώ οι γονείς βρίσκονται σε έναν συνεχή αγώνα απαγορεύσεων και τα «κυνηγούν» για να μην το καταναλώνουν. Ο λόγος είναι πάντα σαφής για τους γονείς, αφού αποτελεί αξίωμα γι’ αυτούς ότι «είναι κακά» και ότι «δεν πρέπει να τα πίνουμε». Από την άλλη, τα παιδιά τα αποζητούν γιατί «είναι ωραία» και γιατί «τα πίνουν όλοι και κυρίως στα πάρτι». Τελικά, ποια είναι η αλήθεια; Τα αναψυκτικά παχαίνουν, χαλάνε τα δόντια, δεν μας αφήνουν να κοιμηθούμε ή να μεγαλώσουμε; Και γιατί οι μεγάλοι μπορούν να τα πίνουν, ενώ τα παιδιά όχι;
Τα αναψυκτικά σχετίζονται με την αύξηση της παιδικής παχυσαρκίας;

Σύμφωνα με μελέτες που έχουν πραγματοποιηθεί στο εξωτερικό, η κατανάλωση αναψυκτικών με ζάχαρη -και όχι light αναψυκτικών- αυξάνει το σωματικό βάρος. Μάλιστα, έχει αναφερθεί αύξηση της πιθανότητας κατά 60% να γίνει ένα παιδί παχύσαρκο. Ωστόσο, περαιτέρω ανάλυση των στοιχείων έδειξε ότι μόνο το 5% αυτής της αύξησης μπορεί να αποδοθεί στα ζαχαρούχα ποτά, και αυτό χωρίς να διαπιστώνεται σαφής σχέση αιτίας-αποτελέσματος. Όποτε τι γίνεται; Μήπως πίνοντας περισσότερα αναψυκτικά μειώνεται η κατανάλωση γαλακτοκομικών, ή επειδή τα παιδιά λαμβάνουν τόση ζάχαρη σε υγρή μορφή παίρνουν την επιπλέον ενέργεια χωρίς να χορταίνουν, οπότε εξακολουθούν να τρώνε και έτσι, τελικά, παχαίνουν; Είναι αυτός ο λόγος που αυξάνονται τα ποσοστά υπερβάλλοντος βάρους διεθνώς και στη χώρα μας, ή μήπως αυτό οφείλεται στη μείωση της σωματικής δραστηριότητας και στην αύξηση της καθιστικής ζωής μπροστά στην τηλεόραση, τον υπολογιστή ή σ’ ένα γραφείο γεμάτο βιβλία; Λεπτομερείς μελέτες των διατροφικών συνηθειών μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι φταίει κυρίως το δεύτερο, δηλαδή η έλλειψη σωματικής δραστηριότητας, παρά οι σύγχρονες διατροφικές συνήθειες, οι οποίες περιλαμβάνουν και τη συχνή κατανάλωση αναψυκτικών με ζάχαρη. Από την άλλη, διάφορες έρευνες δείχνουν ότι τα αποτελεσματικότερα μέτρα κατά της παχυσαρκίας είναι η συμμετοχή σε τακτική σωματική δραστηριότητα και η μείωση των ωρών τηλεθέασης, ενώ το λιγότερο αποτελεσματικό μέτρο είναι η μείωση της κατανάλωσης αναψυκτικών. Εξάλλου, πάντοτε υπάρχει και η λύση των light αναψυκτικών, των οποίων η ασφάλεια έχει διαπιστωθεί σε πολλές μελέτες (όλοι οι διεθνείς οργανισμοί αναγνωρίζουν ότι δεν υφίσταται θέμα επικινδυνότητας σε σχέση με τη φυσιολογική κατανάλωσή τους). Ακόμη, όμως, και αν η απαγόρευση των αναψυκτικών δεν επιβάλλεται για να μην παχύνουν τα παιδιά μας, μήπως επιβάλλεται για να μπορούν να αναπτυχθούν;
Tα αναψυκτικά περιορίζουν την απορρόφηση ασβεστίου;

Καταρχήν, όλοι γνωρίζουμε ότι τα αναψυκτικά περιέχουν φωσφορικό οξύ, το οποίο περιορίζει την απορρόφηση ασβεστίου και, κατά συνέπεια, «συνεισφέρει» στο να μην έχουν τα παιδιά γερό σκελετό. Είναι όμως έτσι; Αν σκεφτούμε ότι η πρόσληψη αναψυκτικών αυξάνει την απώλεια ασβεστίου στα ούρα, αλλά ότι αυτή η απώλεια ισοσκελίζεται με μειωμένη απώλεια ασβεστίου αργότερα εντός της ίδιας ημέρας, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η επίδραση είναι μηδαμινή. Εντούτοις, τα παιδιά που καταναλώνουν περισσότερα αναψυκτικά παρουσιάζουν μειωμένη πρόσληψη γαλακτοκομικών. Μήπως, όμως, οι γονείς αυτών των παιδιών δεν προσλαμβάνουν αρκετά γαλακτοκομικά; Κι αν είναι έτσι, μήπως ο στόχος πρέπει να είναι η αύξηση της πρόσληψης ασβεστίου από όλη την οικογένεια και όχι η απαγόρευση των αναψυκτικών; Εξάλλου, ας μην ξεχνάμε ότι αυτό που απαγορεύεται γίνεται συνήθως πιο ποθητό και ότι αν τα αναψυκτικά ήταν κάτι κακό, γιατί επιτρέπεται να τα πίνουμε σ’ ένα πάρτι ή σ’ ένα οικογενειακό τραπέζι; Η διατροφή μας και τα τρόφιμα που επιλέγουμε είναι αποτέλεσμα μιας περίπλοκης διαδικασίας. Αν οι γονείς δεν παρέμβουν στοχευμένα και στα σημεία που πραγματικά χρειάζεται, δεν πρόκειται να έχουν σημαντική επίδραση στο διαιτολόγιο των παιδιών τους και στις συνήθειες που αναπτύσσουν και επηρεάζουν την υγεία τους. Ας δούμε, όμως, και τις υπόλοιπες κατηγορίες ενάντια στα αναψυκτικά, γιατί σύμφωνα με τα παραπάνω θα μπορούσαν απλά να είναι ένα αναγκαίο κακό, αλλά πάντως κακό σε κάθε περίπτωση. Έως τώρα μπορεί να μην έχει φανεί ότι είναι απαραιτήτως κακά, αλλά «μηδένα προ του τέλους μακάριζε».
Tα αναψυκτικά περιέχουν οξέα και ζάχαρη, τα οποία καταστρέφουν τα δόντια. Είναι αλήθεια;

Αυτήν τη φράση θα την ακούσετε συχνά από τον παιδίατρο και τον οδοντίατρο, οι οποίοι δεν έχουν άδικο. Αλλά μήπως την ίδια περιεκτικότητα δεν έχουν και οι χυμοί; Μήπως κι αυτοί πρέπει να απαγορευτούν; Η απάντηση μπορεί να είναι αβίαστα «ναι, ας τρώνε τα παιδιά φρούτα», αλλά δυστυχώς όταν φτάνουμε στο σημείο να εφαρμόσουμε αυτή την οδηγία, αρχίζουν τα δύσκολα. Αυτή είναι η διαφορά του διαιτολόγου από τους άλλους επιστήμονες υγείας: ο διαιτολόγος βρίσκει τρόπους για να εφαρμόσει μια διαιτητική οδηγία, δεν την διατυπώνει απλά. Στη διαδικασία της υλοποίησης απαιτείται ευρηματικότητα και σωστή καθοδήγηση προς τους γονείς. Χρειάζεται, επίσης, να ακριβολογούμε. Διότι τα οξέα και η ζάχαρη διαβρώνουν τα δόντια όσο βρίσκονται σε επαφή με αυτά. Άρα όταν προσλαμβάνονται με τη μορφή υγρού έχουν τη μικρότερη δυνατή αρνητική επίδραση, εκτός κι αν ένα παιδί τα χρησιμοποιεί για… γαργάρες. Τελικά, μάλλον είναι σημαντικότερο να αναφέρει ο γιατρός ότι πρέπει να υπάρχει καλή στοματική υγιεινή και τακτική φροντίδα των δοντιών, και ο διαιτολόγος θα φροντίσει ώστε η περιεκτικότητα σε ζάχαρη στη δίαιτα να είναι η ενδεδειγμένη όσον αφορά τη γενικότερη υγεία του παιδιού, αλλά και την έμφυτη αναζήτηση της γλυκύτητας, η οποία υφίσταται σε όλους τους ανθρώπους από τη στιγμή που γεννιούνται.
Δεν είναι γεμάτα συντηρητικά; Δεν προκαλούν εθισμό και δεν επηρεάζουν τη συμπεριφορά των παιδιών;
Καταρχήν, να ξεκαθαρίσουμε ότι δεν υπάρχουν καλά και κακά τρόφιμα, υπάρχει μόνο καλή και κακή διατροφή. Εφόσον κάποιο τρόφιμο είναι βρώσιμο ή ένα ποτό πόσιμο, άρα δεν αποτελεί δηλητήριο και δεν προκαλεί άμεσα ή έμμεσα βλάβη σε οποιαδήποτε ποσότητα ή συχνότητα και αν καταναλώνεται, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί κακό ή απαγορευτικό. Όλα, λοιπόν, εξαρτώνται από τις συνήθειες κατανάλωσής του. Όσον αφορά τα αναψυκτικά, δεν φαίνεται ότι η ζάχαρη ή η καφεΐνη που περιέχουν κάποια από αυτά προκαλούν εθισμό ή υπερκινητικότητα και διαταραχές του ύπνου όταν καταναλώνονται σε φυσιολογικές ποσότητες. Βέβαια πρέπει να σημειωθεί και ότι τα αναψυκτικά δεν έχουν καμία θρεπτική αξία, εκτός του νερού που περιέχουν και συνεισφέρει στην ενυδάτωση του παιδιού. Εάν κάποιος γονέας επιτρέπει στο παιδί του να αντικαταστήσει το νερό με αναψυκτικό ή χυμό ή τσάι ή καφέ, ή ακόμη και με γάλα, τότε προφανώς θα δημιουργηθούν προβλήματα υγείας. Όταν, όμως, υπάρχει μέτρο στην κατανάλωση οποιουδήποτε τροφίμου ή ποτού δεν υπάρχει πρόβλημα.


Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου 2009

Το τρικ με το αλάτι

Το λεγόμενο «junk food», ταυτισμένο σε πολλές περιπτώσεις με το «fast food», κερδίζει διαρκώς έδαφος και στη χώρα μας, ειδικότερα στις προτιμήσεις των παιδιών και των νέων. Βασικός σύμμαχος της βιομηχανίας του γρήγορου και πρόχειρου φαγητού στην κατάκτηση του καταναλωτικού κοινού είναι το αλάτι και το λίπος, όπως επισημαίνει ο κ. Τάσος Παπαλαζάρου, κλινικός διαιτολόγος - διατροφολόγος.

«Το αλάτι και το λίπος αυξάνουν τη νοστιμιά στις τροφές και γι' αυτό τα χάμπουργκερ είναι ιδιαίτερα ελκυστικά για τα παιδιά. Το αλάτι λειτουργεί σαν σεντόνι που σκεπάζει τα πάντα στη γεύση και την οσμή γι' αυτό και χρησιμοποιείται κατά κόρον από τα καταστήματα που πουλάνε τέτοιο φαγητό. Είναι το σημαντικότερο τρικ τους.

Μια καλής και μια κακής ποιότητας μπριζόλα καταλήγουν να έχουν την ίδια γεύση αν έχουν πολύ αλάτι», εξηγεί ο κ. Παπαλαζάρου και υπογραμμίζει τους κινδύνους που κρύβονται πίσω από ένα χάμπουργκερ ή ένα σουβλάκι για τον οργανισμό μας: «Το αλάτι φαίνεται να σχετίζεται με την υπέρταση, ενώ πολυάριθμες μελέτες το ενοχοποιούν για την πρόκληση καρκίνου του στομάχου. Επίσης τα κορεσμένα και τα trans λιπαρά που έχουν αυτές οι τροφές συμβάλλουν στην πρόκληση καρδιαγγειακών νοσημάτων. Σε κάθε περίπτωση πρόκειται για πολυθερμιδικά γεύματα που φέρουν μεγάλη ευθύνη για τη παχυσαρκία στις μέρες μας».

Οπως μας πληροφορεί ο ίδιος, ο πολλαπλασιασμός των «ταχυφαγείων» διεθνώς ξεκίνησε από τη δεκαετία του 70 ενώ η εποχή αυτή συμπίπτει με την τεράστια αύξηση της παχυσαρκίας παγκοσμίως: «Εχουμε κάθε λόγο να πιστεύουμε ότι υπάρχει άμεση συσχέτιση ανάμεσα στις δύο τάσεις.

Χαρακτηριστικό της τεράστιας αύξησης κατανάλωσης βρώμικου φαγητού είναι ότι το 1970 οι Αμερικάνοι ξόδεψαν 6 δισ. δολάρια σε φαστ φουντ ενώ το 2001 ξόδεψαν 110 δισ. Μέσα σε αυτά τα χρόνια άλλαξε επίσης και το μέγεθος της μερίδας των κλασικών χάμπουργκερ και επομένως η περιεκτικότητά τους σε θερμίδες. Ετσι, ενώ το πρώτο χάμπουργκερ το 1957 είχε 210 θερμίδες, σήμερα τα δημοφιλή μεγάλα χάμπουργκερ έχουν περίπου 610 θερμίδες. Ταυτόχρονα, τα τελευταία 15 χρόνια παρουσιάζεται αύξηση κατά 65% του ποσοστού παχύσαρκων στον δυτικό κόσμο».

Πάντως, σύμφωνα με τον κ. Παπαλαζάρου, μολονότι συνηθίζουμε να θεωρούμε πιο ανθυγιεινό φαγητό το ξενόφερτο χάμπουργκερ ή την πίτσα, στην πραγματικότητα το... δικό μας σουβλάκι δεν είναι πιο αθώο διατροφικά: «Δεν υπάρχουν σημαντικές διαφορές ανάμεσα σε αυτά τα είδη φαγητού. Ολα έχουν ως βάση τους το κρέας που δεν είναι καλής ποιότητας, έχουν πολλά συντηρητικά και πολύ αλάτι», λέει, ενώ απαντώντας στην ερώτηση τι θα ήταν προτιμότερο να επιλέγουμε όταν αναγκαζόμαστε να τρώμε σε φαστ φουντ σημειώνει: «Αν ήμουν υποχρεωμένος να επιλέξω κάτι, αυτό θα ήταν ένα σουβλάκι με κοτόπουλο που έχει λιγότερα λιπαρά από τα άλλα κρέατα ή ακόμα και μια πίτσα χωρίς αλλαντικά. Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να θυμόμαστε ότι ακόμα και τα πιο αθώα φαγητά, όπως οι σαλάτες είναι πιο παχυντικά στα φαστ φουντ γιατί έχουν υψηλή περιεκτικότητα σε σάλτσες ώστε να αποκτούν νοστιμιά».

Ο ίδιος τονίζει ότι ακόμα κι αν οι πατάτες που τηγανίζουμε στο σπίτι έχουν την ίδια θερμιδική αξία με μια μερίδα που θα αγοράσουμε από φαστ φουντ, οι σπιτικές είναι σε κάθε περίπτωση προτιμότερες καθώς δεν έχουν άλλα επιβλαβή συστατικά και έχουν καλύτερης ποιότητας θερμίδες.

«Το πιο ανησυχητικό από όλα είναι η έντονη στροφή των παιδιών προς τα φαστ φουντ. Είναι κρίσιμος ο ρόλος των γονιών που θα πρέπει να στρέψουν τα παιδιά στη σπιτική κουζίνα. Οι γονείς μπορούν να εξηγήσουν στα παιδιά ότι είναι καλύτερο να φάνε ένα χάμπουργκερ στο σπίτι με ένα μαγειρεμένο μπιφτέκι ή μια πίτσα που θα φτιάξει η μαμά και να περιορίσουν τις εξόδους σε φαστ φουντ σε μια φορά την εβδομάδα. Δυστυχώς δεν είναι εύκολο να αποκλείσεις εντελώς τα παιδιά από το συγκεκριμένο είδος τροφής, καθώς έχει πλέον ενταχθεί στη ζωή και την καθημερινότητα μας», τονίζει ο κ. Παπαλαζάρου.


ΜΟΥΣΕΙΟ ΠΛΑΣΤΙΚΟΥ ΦΑΓΗΤΟΥ
vegetarianorganicblog.com
http://www.ethnos.gr/article.asp?catid=11387&subid=2&pubid=7972840